κύκλοι

κύκλοι
κύκλος
ring
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυκλοῖ — κυκλέω wheel along pres opt act 3rd sg (attic epic doric) κυκλόω encircle pres ind mp 2nd sg κυκλόω encircle pres opt act 3rd sg κυκλόω encircle pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιογεωχημικοί κύκλοι — Διεργασίες επιστροφής των χημικών στοιχείων στα οικοσυστήματα μετά τον θάνατο των έμβιων οργανισμών. Αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των οικοσυστημάτων και συνεπώς για την επιβίωση των οργανισμών είναι η εισαγωγή ενέργειας και η ύπαρξη των… …   Dictionary of Greek

  • αλμικανταράτοι κύκλοι — Μικροί κύκλοι της ουράνιας σφαίρας που ορίζονται από τις τομές της με επίπεδα παράλληλα προς τον ορίζοντα. Όταν δύο ή περισσότεροι αστέρες έχουν το ίδιο ύψος από τον ορίζοντα, τότε βρίσκονται πάνω στον ίδιο α.κ. Οι α.κ. λέγονται και παράλληλοι… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικοί κύκλοι — Μέθοδος ταξινόμησης των πολιτιστικών εποικοδομημάτων, που στηρίζεται στην αναγνώριση των διαφορετικών παραδόσεων, εθίμων, συστημάτων οικονομικής και κοινωνικής ζωής, που δημιούργησαν οι διάφοροι λαοί. Παρουσιάστηκε στην αρχή του αιώνα από… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Ζιγκλάρ, Κλεμάν — (Clément Juglar, 1819 – 1905). Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος. Το όνομά του συνδέεται με την οικονομική φιλολογία, γιατί κυρίως σε αυτόν οφείλεται η πρώτη επιστημονική επεξεργασία του οικονομικού κύκλου και η ανάπτυξη των σχετικών θεωριών.… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”